Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

1896 οι πρώτοι ολυμπιακοί αγώνες στην Αθήνα

 Τον Ιούνιο του 1894 το διεθνές αθλητικό συνέδριο του Παρισιού ενέκρινε την τέλεση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων, στην Αθήνα το 1896. Για τον σκοπό αυτό αποφασίστηκε η κατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου στη θέση όπου βρισκόταν το αρχαίο.
spyros-loyis-lampakis-ioannhsΟ Nικόλαος Παντζόπουλος φωτογραφίζει στο Παναθηναϊκό Στάδιο την παρασκευή, 29 Mαρτίου 1896 τη στιγμή της άφιξης του μαραθωνοδρόμου Σπύρου Λούη στον στίβο. Ανέλπιστα πρώτος στον Mαραθώνιο ένας άγνωστος και απροπόνητος αθλητής. Tο Στάδιο παραληρεί και ο αφανής Mαρουσιώτης αγωγιάτης γίνεται πλέον ένας από τους εθνικούς μας ήρωες. Yστερα από δύο μέρες παρουσιάστηκε στο Στάδιο ντυμένος με τη φουστανέλα του για να παραλάβει το βραβείο (Συλλογή αντώνη Σ. Mαΐλλη).
proseleysh-theaton-agnostos29 Μαρτίου 1896: Ο Σπύρος Λούης κόβει το νήμα στον μαραθώνιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Χρόνος: 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα.
panathinaiko-stadio-1896-athanasioyΤην πέμπτη ημέρα των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας δέσποζε το αγώνισμα του Μαραθωνίου, ένα αγώνισμα που είχε εισηγηθεί ο γάλλος φιλόλογος Μισέλ Μπρεάλ, σε ανάμνηση της διαδρομής του Φειδιππίδη μετά τη Μάχη του Μαραθώνα. Την Παρασκευή 29 Μαρτίου 1896 (10 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο), 17 αθλητές από πέντε χώρες παρατάχθηκαν στην αφετηρία στη γέφυρα του Μαραθώνα, για να διανύσουν τα 40 χιλιόμετρα της διαδρομής μέχρι τον τερματισμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου 100.000 κόσμου είχε συγκεντρωθεί για να αποθεώσει τους νικητές, πιστεύοντας ακράδαντα ότι κάποιος Έλληνας θα κόψει πρώτος το νήμα.
Ως γνωστόν η διεξαγωγή των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων σφραγίστηκε με την κατάκτηση της νίκης στον Μαραθώνιο δρόμο από τον Σπύρο Λούη.
Δεύτερος τερμάτισε ο Χαρίλαος Βασιλάκος σε 3 ώρες 6 λεπτά και 3 δευτερόλεπτα, καθώς έχασε πολύτιμο χρόνο συνδιαλεγόμενος με τους χιλιάδες θεατές που τον αποθέωναν κατά μήκος της διαδρομής. Τρίτος κατετάγη ο Σπυρίδων Μπελόκας, ο οποίος όμως ακυρώθηκε, ύστερα από καταγγελία ότι είχε διανύσει μέρος του Μαραθωνίου πάνω σε κάρο! Έτσι, την τρίτη θέση πήρε ο ούγγρος Γκιούλα Κέλνερ σε 3 ώρες 9 λεπτά και 35 δευτερόλεπτα, που πάντως δεν βραβεύτηκε, καθώς μετάλλια έπαιρναν μόνον οι δύο πρώτοι.
Albert Mayer
Το γεγονός ήταν πράγματι σημαντικό. Γι’ αυτό και έπρεπε να απαθανατιστεί σε φωτογραφίες. Γνωρίζουμε όμως μόνο λίγους από τους φωτογράφους που κατέγραψαν τους αγώνες με τις μηχανές τους. Ο φωτογράφος που θεωρείται ότι έκανε την πληρέστερη φωτογραφική καταγραφή τους είναι ο Γερμανός Αlbert Mayer. Γνωστός στη Γερμανία είχε τον τίτλο του «φωτογράφου της βασιλικής αυλής», καθώς είχε πολλές βραβεύσεις και διακρίσεις σε διεθνείς εκθέσεις. Η επίσκεψή του στην Αθήνα είχε επίσημο χαρακτήρα. Η εφημερίδα «Ημέρα» της Τεργέστης αναφέρει σχετικά: «Μετά φιλάθλων κατέρχεται ο φωτογράφος της γερμανικής Αυλής μετά της Κυρίας του, σκοπόν έχων να καταρτίσει φωτογραφικόν λεύκωμα των αγώνων και να πέμψει αυτό ως δώρον εις πάσας τας αυλάς.»
Ο Meyer, που απέβλεπε σε μεγάλα οικονομικά οφέλη, επιδίωξε να δημοσιοποιήσει την άφιξή του στην Αθήνα μέσω των τοπικών εφημερίδων.
Οι φωτογραφίες του πέρα από την ιστορική τους σημασία είναι ποιοτικά και τεχνικά άρτιες. Εκφράζουν όμως το αυστηρό και ακαδημαϊκό ύφος, που χαρακτηρίζει της κλασικές φωτογραφίες του 19ου αιώνα. Είναι γεγονός ότι οι τεχνικές δυσκολίες στην καταγραφή της κίνησης ήταν ακόμα μεγάλες. Δεν είχαν περάσει άλλωστε πολλά χρόνια από τότε που ο Etienne Marey και ο Eadweard Moybrigde είχαν καταγράψει και μελετήσει την κίνηση ανθρώπων και ζώων. Μόλις τότε, στο εξωτερικό, οι γυάλινες πλάκες και τα πρώτα ρολά φιλμ άρχισαν να αποκτούν πιο ευαίσθητες επιστρώσεις στο φως, με συνέπεια ο χρόνος έκθεσής τους σ’ αυτό να αρχίσει να μειώνεται. Τότε μόνον έγινε δυνατό το «πάγωμα» των κινούμενων θεμάτων.
Iωάννης Λαμπάκης
Ο Αθηναίος φωτογράφος Ιωάννης Λαμπάκης ήταν αυτός που συνειδητοποίησε τη σημασία που είχε -τουλάχιστον στα αθλήματα- η καταγραφή της δράσης, κατά τη διάρκεια της τέλεσής τους. Για να το πετύχει έστω και στοιχειωδώς, με τα μέσα της εποχής του, έπρεπε να βρίσκεται σε πολύ μεγάλη απόσταση από τον κινούμενο αθλητή. Μια τεχνική που ο φωτογράφος συχνά εφάρμοζε. Το αποτέλεσμα δεν ήταν βέβαια το καλύτερο, αφού ο αθλητής μόλις που διακρινόταν. Αποτελούσε όμως μία τολμηρή και ρεαλιστική προσέγγιση, ιδιαίτερα αν σκεφθούμε ότι γινόταν από έναν επαγγελματία φωτογράφο, που σκόπευε σε οικονομικά οφέλη από την πώληση των φωτογραφιών αυτών. Είναι βέβαιο ότι θα του ήταν πιο εύκολο τεχνικά και πιο επικερδές εμπορικά, αν είχε φωτογραφήσει τους αθλητές σε στημένες πόζες μπροστά από το στάδιο.
Το λεύκωμά του περιλαμβάνει 26 φωτογραφίες (διαστάσεων 13Χ18) από τους αγώνες, τις διάφορες απονομές, καθώς και ορισμένες αναμνηστικές φωτογραφίες. Ορισμένες λεζάντες από αυτό είναι χαρακτηριστικές: «κούρσα του τελικού των 100 μέτρων. Πρώτος ο αμερικανός Borke», «κούρσα 1.500 μέτρων. Πρώτος ο αυστραλός Flack», «κούρσα 110 μέτρων μετ’ εμποδίων, νικητής ο αμερικανός Corte». Προφανώς εννοούσε τον Thomas Cortis που εκτός από αθλητής και ολυμπιονίκης το 1896, ήταν και ερασιτέχνης φωτογράφος. Στις 10 Απριλίου του 1896 φωτογράφησε τον συμπατριώτη του James Connolly, τη στιγμή που πηδούσε τον πήχη στο ύψος, στα 1,65 μέτρα. Οι φωτογραφίες του Λαμπάκη είναι σήμερα δυσεύρετες, γεγονός που αποδεικνύει ότι, για άγνωστο λόγο, κυκλοφόρησαν σε λίγα αντίτυπα.
Ο Παύλος Μελάς ήταν και αυτος μανιώδης ερασιτέχνης και φωτογράφησε και αυτός τους Ολυμπιακούς αγώνες. Η πληροφορία έφτασε μέχρι εμάς, αλλά δεν γνωρίζω αν συνέβη το ίδιο με τις φωτογραφίες που τράβηξε.
Ερωτήματα όμως υπάρχουν και για τον αριθμό των φωτογραφιών που πήρε ο φωτογράφος Κωνσταντίνος Αθανασίου. Δυο μόνο γενικές απόψεις του από τη σφενδόνη του σταδίου είναι γνωστές, ενώ φαίνεται ότι δεν τράβηξε τους αθλητές και τα αθλήματα.
Xωρίς υπογραφή
Ο φωτογράφος της Πάτρας, Νικόλαος Μπίρκος, την περίοδο εκείνη είχε φύγει από εκεί και διατηρούσε φωτογραφείο στην Αθήνα. Τον «πανδαήμονα της φωτογραφίας», ανακάλυψα, σε μία μεγάλων διαστάσεων φωτογραφία του σταδίου, με τη μεγάλη ξύλινη φωτογραφική του μηχανή, μαζί με τον βοηθό του, τη στιγμή που φωτογράφιζε μιαν απονομή. Δίπλα του τρεις ακόμα φωτογράφοι, που δεν έχουν αναγνωριστεί, έκαναν το ίδιο. Ο Μπίρκος συνήθιζε να υπογράφει τις φωτογραφίες του- καμιά φορά και ξένες- αλλά δεν έτυχε να δω καμία από τους Α΄ Ολυμπιακούς, που να φέρει την υπογραφή του.
Σημαντικοί φωτογράφοι της Αθήνας και του Πειραιά, όπως ο Αριστοτέλης Ρωμαΐδης και ο Αναστάσιος Γαζιάδης αντίστοιχα, είναι βέβαιο ότι φωτογράφησαν τους αγώνες. Πιθανόν να είναι κάποιες φωτογραφίες από την πληθώρα των ανυπόγραφων που διασώζονται. Γνωρίζουμε μόνον ότι ο Α. Γαζιάδης χάρισε στον Σπύρο Λούη μία φωτογραφία του σε φυσικό μέγεθος και 12 άλλες σε μικρότερο.
Υπάρχει αλλη μια ενυπόγραφη φωτογραφία των αγώνων, στη συλλογή Eλληνα συλλέκτη, που τραβήχτηκε από τον Νικόλαο Παντζόπουλο. Επρόκειτο για έναν αεικίνητο φωτογράφο, που είχε ανοίξει φωτογραφεία σε πάρα πολλές πόλεις της Ελλάδας (ακόμα και στη Σμύρνη). Είχε την ικανότητα να αναλαμβάνει φωτογραφεία ο ιδιοκτήτης των οποίων είχε πρόσφατα… πεθάνει. Τελευταίο από αυτά ήταν το διάσημο φωτογραφείο του Πέτρου Μωραΐτη στην Αθήνα.
Πολλά είναι τα αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τους φωτογράφους των Α΄ Ολυμπιακών αγώνων του 1896. Το θέμα, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, συνέχισε να προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, τουλάχιστον για μια ακόμα δεκαετία από την τέλεσή τους. Oμως οι ενυπόγραφες φωτογραφίες που υπάρχουν είναι λίγες. Το βέβαιο πάντως είναι ότι η έρευνα για τον εντοπισμό των φωτογράφων και την ταύτιση των φωτογραφιών τους δεν έχει ακόμα τελειώσει.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου